συνεπικυρώ

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].

Greek Monolingual

-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].