Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(AM ἐπιβεβαιῶ, -όω)1. παρέχω πρόσθετη ή περαιτέρω βεβαίωση για κάτι2. καθιστώ έγκυρο, επικυρώνω.