εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].
-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].