picked
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἐξαίρετος, ἔκκριτος, V. κριτός, λεκτός, P. ἔκλεκτος, ἀπόλεκτος.
picked men: use P. and V. λογάδες, αἱ.
picked warriors of Greece: V. Ἑλλάδος λωτίσματα, or λογάδες Ἑλλήνων.