ὑποδωριστί

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

German (Pape)

[Seite 1217] adv., die vorige Tonart; Arist. probl. 19, 48; Music.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μουσ. κατά την υποδώρια αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδώριος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. δωρ-ιστί)].