ὑποδώριος
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ὑποδώριον, hypo-Dorian, ἁρμονία Ath.14.625a; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωριστί, in the hypo-Dorian mode, Arist.Pr.920a8, 922b10.
German (Pape)
[Seite 1217] unterdorisch, eine Tonart, Music.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδώριος: муз. гиподорический, близкий к дорическому (τόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδώριος: -ον, τρόπος μουσικός, τῆς ὑποδωρίου καλουμένης ἁρμονίας ἦθος Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς παρ’ Ἀθην. 624Ε, Πλούτ. 2. 114F, κλπ.· ἴδε Böckh Metr. Pind. σ. 224. - Ἐπίρρ. ὑποδωριστί, κατὰ τὴν ὑποδώριον ἁρμονίαν, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 30., 48. 1.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος
(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα του δώριου τρόπου
β) η εκδοχή του τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του ρε ώς την έκτη υψηλότερά του
αρχ.
μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δώριος «δωρικός»].