ταλκικός
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν τάλκης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τάλκη ή αποτελείται από τάλκη
2. φρ. «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε τάλκη, το οποίο έχει ανοιχτοπράσινο ή τεφρόλευκο χρώμα και μεταξώδη ώς λιπαρή υφή.