ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
ὑποβοηθῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
συμβάλλω σε κάτι βοηθητικά, προσθέτω κι εγώ τη συνδρομή μου, ενισχύω την προσπάθεια κάποιου
αρχ.
παρέχω εφόδια σε περίοδο πολέμου.