τετράκλωνος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους
2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλῶνος (πρβλ. μονό-κλωνος)].