τετράκλωνος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους
2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλῶνος (πρβλ. μονόκλωνος)].