τορβερνίτης
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο ουρανιοφωσφορικό ορυκτό του χαλκού, το οποίο είναι ένα από τα κύρια ορυκτά του ουρανίου, αλλ. χαλκόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torbernite, από το όν. του Σουηδού χημικού Torbern Ο. Bergman].