τορβερνίτης

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο ουρανιοφωσφορικό ορυκτό του χαλκού, το οποίο είναι ένα από τα κύρια ορυκτά του ουρανίου, αλλ. χαλκόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torbernite, από το όν. του Σουηδού χημικού Torbern Ο. Bergman].