σωματάρχης

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. διοικητής σώματος στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, -ατος + -άρχης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σωματάρχαι, μαρτυρείται από το 1821 στη διακήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].