φορμίσκος

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Pl.Ly.206e, EM798.51.

German (Pape)

[Seite 1300] ὁ, dim. von φορμός, Plat. Lys. 206 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petite corbeille, petit panier.
Étymologie: dim. de φορμίς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. του φορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].