φονουργός
English (LSJ)
όν,
A murderous, Sch.rec.S.El.1150.
Greek (Liddell-Scott)
φονουργός: -όν, (*ἔργω) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].