φόβητρο

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

το / φόβητρον, ΝΜΑ
1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο
νεοελλ.
συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα
αρχ.
φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα»
πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα -τρο(ν) (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].