φόβητρο
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
το / φόβητρον, ΝΜΑ
1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο
νεοελλ.
συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα
αρχ.
φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα»
πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα -τρο(ν) (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].