σκιάχτρο

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. καθετί που προκαλεί φόβο, φόβητρο
2. ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται από τους αγρότες ως μέσο για την απομάκρυνση τών πουλιών και άλλων ζώων που βλάπτουν τις καλλιέργειες
3. μτφ. α) πολύ άσχημος άνθρωπος
β) κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω «φοβίζω» + επίθημα -τρο (πρβλ. πλήττω: έπληξα: πλήκ-τρο)].