φόβητρο

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

το / φόβητρον, ΝΜΑ
1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο
νεοελλ.
συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα
αρχ.
φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα»
πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα -τρο(ν) (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].