τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ο, θηλ. φεμινίστρια, Νοπαδός του φεμινισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feministe (βλ. και λ. φεμινισμός)].