τυμπανοκρούστης

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που χτυπά το τύμπανο, τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο-κρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].