τυμπανοκρούστης
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που χτυπά το τύμπανο, τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].