φωκαϊκός

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / φωκαϊκός, -ή, -όν, ΝΑ Φώκαια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φώκαια, αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, ή αυτός που προέρχεται από αυτήν την πόλη
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Φωκαϊκή
η χώρα τών Φωκαέων, η Φώκαια.