φωκαϊκός
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
-ή, -ό / φωκαϊκός, -ή, -όν, ΝΑ Φώκαια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φώκαια, αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, ή αυτός που προέρχεται από αυτήν την πόλη
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Φωκαϊκή
η χώρα τών Φωκαέων, η Φώκαια.