συνεπιθορυβώ
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].
Greek Monolingual
-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].