ταυτοπροσωπία
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
η, Ν
γραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο του ρήματος είναι υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτό
β) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το ίδιο υποκείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].