ταυτοπρόσωπος Search Google

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακροπρόσωπος.