ταυτοπρόσωπος Search Google

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακροπρόσωπος.