ταυτοπροσωπία

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η, Ν
γραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο του ρήματος είναι υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτό
β) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το ίδιο υποκείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].