φωνοθήκη
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
η, Ν
αίθουσα ή αρχείο όπου τοποθετούνται ή αρχειοθετούνται δίσκοι ή ηχογραφημένες μαγνητοταινίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + θήκη.