ταπητουργία

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιομηχανία ταπήτων
2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων
3. (υφαντ.) κλάδος της υφαντουργικής οικοτεχνίας, βιοτεχνίας και βιομηχανίας που ασχολείται με την κατασκευή ταπήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].