ταπητουργός
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
ο, Ν
κατασκευαστής ταπήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, -ητος + -ουργός (< έργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].