ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών 15 περίπου ειδών του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κόρυλος, που ανήκει στην τάξη βετουλίδες, αλλ. λεπτοκαρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουντούκι + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμον-ιά)].