φιλόγυνος

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

German (Pape)

[Seite 1279] Weiber liebend, Weiberfreund, Lys. bei B. A. 115.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δ. γρφ.) φιλογύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γυνος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. ἀνδρό-γυνος].