σχολαίως

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à loisir;
2 lentement;
Cp. σχολαιότερον ou σχολαίτερον et σχολαίτερα, Sp. σχολαίτατα.
Étymologie: σχολαῖος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. σχολαῑος.