υπερανάκειμαι
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Α
είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].