υπομεμψίμοιρος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
-ον, Α
κάπως μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μεμψίμοιρος «γκρινιάρης, παραπονιάρης»].