υψίδρομος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
-ον, ΜΑ
αυτός που τρέχει ψηλά («ὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύ-δρομος)].