υψίδρομος

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρέχει ψηλάὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύδρομος)].