τετρακόρυφος

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακόρυφος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει τέσσερεις κορυφές
νεοελλ.
φρ. «πλήρες τετρακόρυφο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερα συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά τρία σημεία και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα σημεία ανά δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. πεντα-κόρυφος.