φαρμάκισσα

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκισσα: ἡ, = φαρμακίς, Achmes Ὀνειρ. σε. 253, 7· φαρμᾰκίστρια, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. βαμβακεύτριαι.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
μάγισσα, φαρμακίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ισσα (πρβλ. ποιμέν-ισσα)].