μάγισσα

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

German (Pape)

[Seite 79] ἡ, erst sehr Sp., fem. zu μάγος.

Greek (Liddell-Scott)

μάγισσα: ἡ, θηλ. τοῦ μάγος, Νικήτ. εἰς Μουρζ. 4, Δουκάγγ., κλ.

Greek Monolingual

η (Μ μάγισσα)
βλ. μάγος.