εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
-ές, Νόμοιος με χιτώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αθ. Σ. Κουμανούδη].