φασκομηλία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
φασκομηλία: ἡ, ἡ κοινῶς λεγομένη «φασκομηλιὰ» (πρβλ. σφάκος Ι), Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. φασκομηλιά.
φασκομηλία: ἡ, ἡ κοινῶς λεγομένη «φασκομηλιὰ» (πρβλ. σφάκος Ι), Δουκάγγ.
ἡ, Μ
βλ. φασκομηλιά.