φρενογαστρικός

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και το στομάχι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γαστρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].