ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
Απροσκρούω κρυφά ή ανεπαίσθητα σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀκέλλω «ρίχνω το πλοίο στην ξηρά»].