χλωρίδιο

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. περιληπτική ονομασία τών χλωριούχων ανόργανων ενώσεων, που είναι άλατα του υδροχλωρικού οξέος, όπως και τών χλωριούχων οργανικών ενώσεων, που είναι χλωροπαράγωγα τών υδρογονανθράκων ή τών καρβονικών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloride. Η λ., στον λόγιο τ. χλωρίδιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].