συνιδιοκτησία
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
η, Ν
συγκυριότητα, το να είναι κανείς ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται απο το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].