συνιδιοκτησία

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

η, Ν
συγκυριότητα, το να είναι κανείς ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται απο το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].