συνιδιοκτησία

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

η, Ν
συγκυριότητα, το να είναι κανείς ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται απο το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].