τεθλασμένος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η τεθλασμένη
μαθημ. συνεχής γραμμή που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα με διαφορετική κατεύθυνση το καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτχ. παθ. παρακμ. τεθλασμένος του ρ. θλῶ].