υπόκενος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
-ον, ΜΑ
μτφ. μάταιος («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», Φώτ.)
μσν.
λίγο κενός («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῡ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κενός.