Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
και φαρδένω και φαρδύνω Ν φαρδύς1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς.