τήνος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
τήνα, τῆνο, Α
(δωρ. τ.) κῆνος. εκείνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντωνυμίας, αντίστοιχος προς το ἐκεῖνος, σχηματισμένος από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ tod, βλ. λ. ο, η, το) μέσω ενός τ. τη-ενος (για τη μορφή τη
βλ. τῆ) ή τε-ενος, με το επίθημα -ενος του ἐκεῖνος (βλ. λ. εκείνος)].