τιμαριούχος

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη].